Перевод: с немецкого на все языки
καρπώματα στάζοντα κηρύσσει Κύπρις
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
κάρπωμα — κάρπωμα, τὸ (Α) [καρπώ] 1. καρπός («καρπώματα στάζοντα κηρύσσει Κύπρις», Αισχύλ.) 2. προσφορά καρπών («ἀπὸ τῶν ἡγιασμένων ἁγίων τῶν καρπωμάτων ἀπὸ πάντων τῶν δώρων αὐτῶν», ΠΔ) 3. ωφέλεια, κέρδος … Dictionary of Greek